θανατουλίδα

θανατουλίδα
η
το θανατικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αμάρτ. *θανατυλλίς (< θάνατος + επίθημα -υλλίς), το οποίο υπετέθη ως προσωνυμία τής Περσεφόνης, που ήταν «έφορος τού θανάτου» (Κοραής, Άτακτα 4, 168), κατά το γενετυλλίς, προσωνυμία τής Αφροδίτης, που ήταν «έφορος τής ζωής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”